Archive for the Ημερολόγια Category

new diaries…

Posted in Ημερολόγια on 06/09/2010 by mesastodasos

Νέες σελίδες από τα ημερολόγια των χαρακτήρων που κράταγαν οι ηθοποιοί κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όπως τα αποτύπωσε ο graphic designer Πάρις Κούτσικος (www.pariskoutsikos.com)

Από το ημερολόγιο του Άγγελου

Από το ημερολόγιο της Melody (Κάτια Γκουλιώνη)

Από το ημερολόγιο του Δημήτρη (Nathan Pissoort)

Από το ημερολόγιο του Χάρη (Ιάκωβος Καμχής)

Νέες σελίδες ημερολογίων

Posted in Ημερολόγια on 27/04/2010 by mesastodasos

Κατά την διάρκεια του ταξιδιού, οι ηθοποιοί της ταινίας κρατούσαν το ημερολόγιο του χαρακτήρα τους. Αυτό αποτελούσε πολλές φορές τη βάση για το χτίσιμο του σεναρίου. Από τις σελίδες των ημερολογίων αυτών ο graphic designer Πάρης Κούτσικος (www.pariskoutsikos.com) εμπνεύστηκε για να φτιάξει τα παρακάτω artworks.

Από το ημερολόγιο της Melody (Κάτια Γκουλιώνη)

Από το ημερολόγιο του Χάρη (Ιάκωβος Καμχής)

Από το ημερολόγιο του Δημήτρη (Nathan Pissoort)

Ημερολόγια

Posted in Ημερολόγια on 26/03/2010 by mesastodasos

Από το ημερολόγιο του Χάρη (Ιάκωβος Καμχής)

Ακούς το νερό που παγώνει; Σαν σκλάβοι αύριο θα το σπρώχνουμε. Στα όνειρα μου, τα χέρια μου είναι ψωμί κι αυτός τα δίνει στ’ άλογα.

Μου φαίνεται πολύ αστείο. Προχωράω μπροστά, αρκετά μπροστά. Τον έχω βγάλει έξω και κρέμεται. Σταματάω δίπλα σ’ ένα δέντρο και χωρίς να τον αγγίζω, κατουράω τον κορμό. Το κάτουρό μου είναι διάφανο και καθαρό. Μου σηκώνεται. Προλαβαίνω να χύσω; Με καυλώνει το δέντρο;

Εσύ με ταΐζεις λουλούδια και ‘γω σου δείχνω νεκρά ζώα.
Melody του είπες πως ήσουν γοργόνα πριν γίνεις κουτί;

Σαν ηλίθιοι ακολουθούμε το μονοπάτι. Το γέμιζα σημάδια κι εκείνη έστριβε αλλού. Προχωράμε πολύ αργά. Ο δρόμος μοιάζει με τον καρπό μου σταματάει συνέχεια. Δε θα φτάσουμε ποτέ.

Δεν κατάφερα να πέσω. Κι έτσι πήδηξα. Πίστευα πως θα χτυπούσα στο χέρι. Έτσουξε το γόνατό μου. Έφτασε πρώτη. Εκείνος έριξε μια ματιά. Δεν τον ερεθίζει το αίμα; Τι περίεργο. Με αγνόησε. Τον κοίταζα όσο η Melody φιλούσε την πληγή. Δεν τον ερέθιζε αυτό; Δεν ζήλεψε; Δεν μπερδεύτηκε; Έκανε πως δεν κοιτούσε. Συνέχεια αυτό κάνει. Νόμιζα ότι τον είχα ήδη φέρει στον κόσμο μου. Τον ονειρεύτηκα κι έμεινε εκεί. Αναρωτιέμαι αν ένοιωσε λιγότερο ή περισσότερο τρελός όταν του είπα για το σπίτι. Εγώ σίγουρα ένιωσα λιγότερο μόνος όταν κατάλαβα ότι ήταν και αυτός εκεί. Κι όσο εκείνη τον χτυπούσε ήθελα να φτύσω. Αλλά δεν ξέρω πως. Και τι θα έφτυνα… και χτύπησα. Κι έφτυσε λίγο αίμα το γόνατό μου κι εκείνη το έγλειφε. Κι εκείνος μας αγνοούσε. Δεν θα μας καταλάβει ποτέ. Δεν θα προλάβει. Γαμώ το κέρατο μου δεν ξέρω πώς να τον προκαλέσω. Θα κοιμηθώ γυμνός. Και θα προσποιηθώ ότι έρχεται και ξαπλώνει δίπλα μου. Θα τον παίξω και θα χύσω κάπου να τα δει.


Από το ημερολόγιο της Melody (Κάτια Γκουλιώνη)

Ο Δημήτρης επιτέλους μιλάει με τον Χάρη, δεν με νοιάζει που είπαν ελάχιστα, αυτά που είπαν σαν να μου έφυγε ένα τεράστιο βάρος. Βαρέθηκα τώρα. Τι ωραία να έτρεχα και να άλλαζαν τα τοπία δεξιά και αριστερά.

Δεν μπορώ να μένω μόνη μου. Μου φαίνεται τεράστιος ο χρόνος όταν δεν είμαι μαζί τους. Με τρομάζει που ενώ ξέρω τόσα χρόνια τον Χάρη δεν ξέρω τι έχει μέσα η τσάντα του.

Τα χείλη του Χάρη ήταν τόσο φυσικό να βρίσκονται με τα δικά μου. Η έκπληξη του Δημήτρη ήταν ίδια με την δική μου. Η σιγουριά έφυγε. Όπως φεύγουν οι βοηθητικές ρόδες των ποδηλάτων.

Ο Δημήτρης με έσπρωχνε χωρίς λόγο προς τον Χάρη. Ήθελα να τον χτυπήσω δυνατά στο κεφάλι και να τρέξει αίμα πάνω στον Χάρη για να σταματήσουν. Δεν ξέρω τι ακριβώς. Δεν μπορώ να σκεφτώ, έχω κουραστεί. Το μόνο που βρήκα ήταν σκόνες που μου τις φύσηξε ο Χάρης. Κάθομαι ώρες μόνη μου και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε. Τα δέντρα και το ποτάμι δεν μου δίνουν απαντήσεις πλέον.

Έφτυνα για ώρα αλλά δεν άλλαζε η γεύση μου. Προσπαθούσα να μεταφέρω ό,τι κακό έχω μέσα μου στον αέρα. Δεν μπορούσα. Ήθελα να πέσω σε μια τρύπα μαλακά αλλά δεν υπήρχε ούτε πάνω, ούτε κάτω να με περιμένει, μακάρι να μην υπάρχω. Η αναπνοή μου έχει φορτωθεί την μαλακία τους. Μακάρι να γαμιούνται για πάντα. Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ.



Από το ημερολόγιο του Δημήτρη (Nathan Pissoort)

Εγκαταλείπω τον Χάρη. Θέλω να ξεχάσω αυτήν τη νύχτα. Θέλω να χωθώ στην αγκαλιά της Melody. Με αγαπάει. Το ξέρω. Μετά πάλι μου μιλάει για τον Χάρη και τρέχει να τον φωνάξει. Δε θέλω να ξέρω τίποτε για παλιά αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ. Ρωτάω ενώ δε θέλω να μάθω αυτά που έμαθα. Τους θέλω και τους δυο. Αλλά τον καθένα ξεχωριστά. Μόνο για μένα.

Οι βράχοι, η μάσκα, ο Θεός, ο καταρράκτης, τα δάκρυά μου, το τσεκούρι. Στο μυαλό μου έχει σφηνωθεί το τσεκούρι όπως ήταν σφηνωμένο πάνω στον κορμό. Σήμερα πάλι μόνος μου. Με κοιτάνε σαν συνένοχοι. Αποκλεισμένος. Περιμένω. Παρατηρώ. Στη μέση του πουθενά. Πως
βρέθηκε εκεί; Αφού δεν υπάρχει κανένας.

Η κραυγή της Melody. Ο Χάρης που έκλαιγε. Αυτό το μέρος δε μ’ αρέσει. Φοβάμαι. Θα ‘θελα να συνεχίζαμε να περπατάμε σαν να μην είχαμε δει τίποτε. Τόσο βαθύ κόκκινο. Θέλουμε να φύγουμε αλλά κάτι μας κρατάει μέσα σ’ αυτό το σπίτι με τα τρία παιδικά κρεβατάκια. Αύριο θα τους πείσω να φύγουμε. Δεν θα τα καταφέρω. Είμαι μπλεγμένος. Την θέλω πιο πολύ από ποτέ.

Η Melody απομακρύνεται ή εγώ απομακρύνομαι; Τα μάτια της με πονάνε. Δεν θα δώσω καμιά σημασία σήμερα. Θα κοιτάω μόνο το ποτάμι. Κολλάει επάνω μου αλλά μόνο με τον Χάρη είναι πραγματικά μαζί. Συνέχεια μαζί. Σήμερα δεν θα με νοιάξει.

Ο Χάρης με κοίταζε. Σιγά – σιγά με κοιτάει. Το ξέρω αυτό το βλέμμα. Σήμερα για πρώτη φορά μιλήσαμε πραγματικά.

Από το ημερολόγιο του σκηνοθέτη (Άγγελος Φραντζής)

Ο ανακτημένος χρόνος

Η επιθυμία έχει πάντα την μορφή τριγώνου. Ο Α επιθυμεί τον Β επειδή υπάρχει ένας Γ που είναι ο διαμεσολαβητής και στην ουσία το κρυφό αντικείμενο της πραγματικής του επιθυμίας. Γι’ αυτό και κάθε σχέση δυο ατόμων πλάθει κατ’ ανάγκη ένα τρίτο. Ένα πλάσμα που είναι η προβολή της εικόνας μας για τον άλλον. Όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα δεν σταμάτησαν να μας μιλάνε γι’ αυτό. Κι επειδή, όπως μας είπαν, από τότε που πέθανε ο Θεός, ο άνθρωπος έβαλε στη θέση του τον άνθρωπο, η ανάγκη του για υπερβατικότητα «ικανοποιείται» από αυτήν τη διαμεσολάβηση της επιθυμίας. Θεός ο ένας για τον άλλο.

Το μυαλό έχει την τάση να σχηματοποιεί με βάση αυτά που ξέρει. Προσεγγίζω την δραματουργία σαν ντοκιμαντέρ για να αποφύγω τα σχήματα. Δίνω το θέμα της σκηνής και ακολουθώ τον αυτοσχεδιασμό. Το να φιλμάρεις χωρίς να ξέρεις τι θα κάνει ο ηθοποιός, σου δίνει μια εγρήγορση και μια διαφορετική επαφή με τις αισθήσεις σου. Οι γωνίες που διαλέγω και ο τρόπος που καθοδηγώ έχουν μέσα τους και αυτές τη διαμόρφωσή μου βέβαια, όμως είναι λιγότερο φιλτραρισμένες, πιο κοντά στην αλήθεια μου, λιγότερο σχηματοποιημένες, πιο αυτόματες και το μη προβλέψιμο είναι εκεί. Το αναπάντεχο. Είσαι σε συνεχή διάλογο με αυτό που συμβαίνει. Δεν προκαθορίζεις και δε διαμορφώνεις. Ανοιχτός. Είναι μια εμπειρία μάθησης.

«…η τεχνοτροπία των φοβ χαρακτηρίζεται από τα εξαιρετικά έντονα χρώματα, που χρησιμοποιούν με ένα βίαιο, σχεδόν άχαρο τρόπο, για να διαγράψουν το χώρο. Το αντικείμενο υποτάσσεται στις εκφραστικές απαιτήσεις του καλλιτέχνη και η αυτονομία της προσωπικής δημιουργίας είναι αδιαμφισβήτητη. Οι φοβ απορρίπτοντας τον ιδεαλισμό, επιστρέφουν στη φύση και απευθύνονται στην αίσθηση.» Μέσα στο δάσος, μια ταινία φοβ;

Μετάθεση των συναισθημάτων. Στιγμές και αισθήσεις που διαστέλλονται μέχρι διάλυσης σαν μια κηλίδα που πέφτει στο νερό και απλώνει μέχρι να χάσει τελείως την αρχική της φόρμα.
Να μελετήσω τις αισθήσεις, ο Προυστ με βοηθάει, και να βρω τα κινηματογραφικά τους ανάλογα. Τον τρόπο που μπορούν να γίνουν εικόνες, μέσα από την φόρμα ή μέσα από την δύναμη ενός προσώπου. Cassavetes, Mekas, Godard, Paul Morrissey, John Cage, Proust, Sex Pistols, Cure, Joy Division, Bill Viola, Van Oliver, Gus Van Sant, Burroughs, Mozart, Morton Feldman. Μερικοί από τους φίλους μου σ αυτήν την ταινία.

Αυτή η ιδέα του υποκειμενικού βλέμματος. Αργού και περιπλανώμενου. Σαν να παρακολουθεί και σαν να αναπνέει ταυτόχρονα. Σαν ένα πρόσωπο ανεξάρτητο της δράσης που συμβαίνει μπροστά του. Ένα αόρατο βλέμμα που ποθεί.

Καμιά ανάλυση για το παρελθόν των ηρώων. Στα παραμύθια οι ήρωες δεν έχουν παρελθόν. Είναι αυτό που είναι και δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Τρία παιδιά μόνα τους και η φύση. Οι ουρανοί και τα δάση. Από τα βουνά και πέρα. Χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς πράγματα και χωρίς σκοπό. Μόνοι σαν κανένας άλλος πάνω στη γη. Να γυρίσουν πίσω στην παιδική ηλικία να χωθούν στο κόκκινο σπίτι. Στην καρδιά του παραμυθιού. Είναι η πιο παράξενη ταινία, η πιο προσωπική, η πιο απελπισμένη κι η πιο που πρέπει να κάνω. Τρία παιδιά μόνα κι από πού να ζητήσουν βοήθεια; Νεκροί. Ορφανοί. Με μια τεράστια υπαρξιακή τρύπα. Κενό αγάπης. Εικόνες του Θεού καρφιτσωμένες πάνω σε δέντρα. Θα μπορούσε να είναι τίτλος ταινίας.